- Σκυλίου
- Σκύλιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλίου — σκύλιον dog fish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουλούκι — το (Μ κουλούκι[ν]) το νεογνό τού σκυλιού ή τής αρκούδας, κουτάβι ή αρκουδάκι νεοελλ. 1. νόθο παιδί 2. τυφλός 3. υπολείμματα φύλλων καπνού μσν. (υβριστικά) ανόητος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυλάκιον, με κώφωση < σκυλάκιον, με αποκοπή τού… … Dictionary of Greek
κυνοσουρίς — κυνοσουρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος γρήγορου κυνηγετικού σκυλιού 2. κυνόσουρα* 3. φρ. «κυνοσουρὶς ἄρκτος» η Μικρά Άρκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυνοσουρίς, ο νομ. λακωνικής φυλής. Η λ. με τη δεύτερη σημ. συνδέεται με τον τ. κυνόσουρα] … Dictionary of Greek
κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] … Dictionary of Greek
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… … Dictionary of Greek
λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
μωψ — (I) το άκλ. ζωοτ. είδος σκυλιού. (II) μώψ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. συνδεόμενη πιθ. με το μύωψ] … Dictionary of Greek
σκυλί — το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος] σκύλος νεοελλ. 1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη… … Dictionary of Greek
τσο(μ)πανόσκυλο — το, Ν 1. σκυλί που φυλάγει το κοπάδι, μαντρόσκυλο 2. ράτσα σκυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + σκυλί] … Dictionary of Greek